- πολυφάνταστος
- -η, -ο / πολυφάνταστος, -ον, ΝΑαυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στη φαντασία, που καταπλήσσει τη φαντασία («σκότος ἐμπίπλαται πολυφαντάστων εἰδώλων χαλεπὰς μὲν ὄψεις οἰκτρὰς δὲ φωνὰς ἐπιφερόντων», Πλούτ.)νεοελλ.αυτός που διαθέτει μεγάλη φαντασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φανταστός (< φαντάζω), πρβλ. ευ-φάνταστος].
Dictionary of Greek. 2013.